неутомимо - ορισμός. Τι είναι το неутомимо
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι неутомимо - ορισμός


неутомимо      
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: неутомимый.
неутомимый      
НЕУТОМ'ИМЫЙ, неутомимая, неутомимое; неутомим, неутомима, неутомимо. Выносливый, не знающий утомления, усталости. Неутомимый работник. Неутомимый ходок. "Ночные, неутомимые русские разговоры." А.Тургенев. "Их мечты неутомимы." А.Блок.
| Такой, который не прекращает своей деятельности, занятия. Неутомимый изобретатель. Неутомим на выдумки.
НЕУТОМИМЫЙ      
не знающий усталости, очень выносливый, упорный.
Н. путешественник. Н. изобретатель.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για неутомимо
1. Г-н Ванханен неутомимо продвигал отечественный бренд.
2. Еще телевидение неутомимо прославляет западный бомонд.
3. Лама неутомимо и сосредоточенно ходит между рядами.
4. Неутомимо подрывают визуальные основы современного общества.
5. Он всегда работал много, неутомимо и организованно.
Τι είναι неутомимо - ορισμός